ξύλωση

ξύλωση
[-ις (-εως)] η
1) горн, крепёжный лес; 2) сруб (колодца); 3) мор. деревянная обшивка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξύλωση" в других словарях:

  • ξύλωση — η (ΑΜ ξύλωσις) [ξυλώ] ο ξύλινος σκελετός τής οικοδομής, καθώς και κάθε άλλη ξύλινη κατασκευή που υπάρχει σε αυτήν, η ξυλωσιά («καὶ αὐτῶν τῶν οἰκιῶν καθαιροῡντες τὴν ξύλωσιν». Θουκ.) νεοελλ. 1. ξύλινη επένδυση σε πηγάδι ή σε στοά ορυχείου η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ξυλωσιά — η η ξύλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλωση + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»